παράλληλα κείμενα

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΟΡΟΚΑΔΑ

Γραμματικάκης, Ο μετέωρος άνθρωπος
               […]Καθώς ωστόσο ο 21ος αιώνας έχει ήδη διανύσει τα πρώτα του βήματα, οι ιστορικές αυτές καταβολές παραμερίζονται, και μια νέα κατηγορία, ένας νέος άνθρωπος, διαμορφώνεται: ο μετέωρος άνθρωπος. Γνωρίζει πια -ο μετέωρος άνθρωπος- ότι είναι έποικος σε έναν πλανήτη ιδιόμορφο, που αποτελεί απλώς μια κουκκίδα απειροελάχιστη σε ένα ασύλληπτο Σύμπαν. Ούτε έχει πια την αυταπάτη -ο μετέωρος άνθρωπος- ότι μια δίκαιη κοινωνία αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα· αντίθετα, βλέπει την ιστορία να κινείται ερήμην του, αισθάνεται ότι ο ίδιος είναι το θύμα της ή ένας μάρτυς σιωπηλός. Ο μετέωρος άνθρωπος, έχοντας καθυποτάξει τον πλανήτη για τις δικές του αποκλειστικά ανάγκες, διαπιστώνει τώρα τις συνέπειες. Ο μετέωρος άνθρωπος -ο εξόριστος από τον Θεό και το κέντρο του Σύμπαντος- ψάχνει λοιπόν με αγωνία κάποια στηρίγματα, αναζητά ένα καινούριο πρόσωπο και τη χαμένη του προοπτική.
               Εδώ όμως αναδύεται ένα σημείο με αδιάψευστη βαρύτητα. Ο μετέωρος άνθρωπος υποπτεύεται ήδη ότι μόνον ένας κόσμος που ξεκινά από αυτόν και καταλήγει στον Αλλο -τους άλλους μετέωρους ανθρώπους- έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει. Αυτή είναι η προσωπική ευθύνη, αλλά και η ελπίδα του: τον μετέωρο άνθρωπο θα ισορροπήσει μόνον το άπλωμα του χεριού στους άλλους κατοίκους του πλανήτη, και στην φύση ή στις θάλασσες που αιώνες τώρα αγκάλιαζαν την ύπαρξή του. Μόνο που, αν αυτό γίνει, δεν θα είναι ένα χέρι καθοδηγούμενο από κηρύγματα θρησκευτικά ή ιδεολογικές κατασκευές. Θα στηρίζεται στη γνώση, αλλά και την ασίγαστη λαχτάρα της ζωής. Τις μόνες σταθερές αλήθειες που, μαζί με τον έρωτα ή την τέχνη, συνοδεύουν τον άνθρωπο στην επίπονη διαδρομή του.





Του κυρ Βοριά     Δημοτικό τραγούδι
                                                                          
Ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω των καραβιώνε:   
«Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν’ ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυές βρυσούλες,
κι οσά ’βρω μεσοπέλαγος, στεριάς θε να τα ρίξω».
Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
«Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσεις δε φυσήσεις,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι αντένες προύντζινες κι ατσάλενα κατάρτια,
έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια·
κι έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κι έχω κι ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κι εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω».

«Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξεις τον καιρό, να ιδείς για τον αέρα».
Παιζογελώντα ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
«Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;»
«Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα,
είδα την μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και στης Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει».
 
Ώστε να ειπεί, να καλοειπεί, να καλοκουβεντιάσει,
βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπιλιάδα του ’ρθε από τη μια, σπιλιάδα από την άλλη,
σπιλιάδα από τα πλάγια του κι εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλικάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάγει.

Όλες οι μάνες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται,
μα μια μανούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τις πέτρες στην ποδιά, τα τρόχαλα στον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
«Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πο’ ’πνιξες το παιδάκι μου, π’ άλλο παιδί δεν έχω».
«Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν’ φταίει ο πρωτομάστορας που φτιάνει τα καράβια». 




Η προστασία του περιβάλλοντος κείμενο του Μανόλη Ανδρόνικου (1919-1992)
Η αλόγιστη καταστροφή του φυσικού χώρου, μέσα στον οποίον και από τον οποίον ζούμε, έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια με ρυθμό επικίνδυνο. Την ίδια στιγμή και παράλληλα μ' αυτήν, συντελείται και η καταστροφή, άμεση η έμμεση, των μνημείων που ο πολιτισμός των αιώνων έχει κληροδοτήσει στον τόπο μας, Εταιρείες και άτομα προσπαθούν με διακηρύξεις και θεωρητικές αναλύσεις να πείσουν - ποιους; - για την ανάγκη και την υποχρέωση που έχουμε να σεβαστούμε και να προφυλάξουμε το «φυσικό περιβάλλον» και τα ιστορικά μας μνημεία. Η πρόθεση είναι αναντίρρητα ορθή και επαινετή, όμως φοβούμαι πως υπάρχει ο κίνδυνος να εξαντληθεί σε σχήματα λόγου, αν δεν αναζητηθούν οι αιτίες του κακού και δεν ανατραπούν από τη ρίζα τους.
               […]Νομίζω πως η αιτία βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής μας δομής: θέλω να πω, η αιτία υπάρχει στην τάση του αλόγιστου και ανεξέλεγκτου ιδιωτικού πλουτισμού, που έχει θέσει μοναδικό σκοπό του την πραγμάτωση του υλικού κέρδους.

               […]Δεύτερο λοιπόν συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα συμπεράσματα είναι ότι το «πρόβλημα προστασίας του περιβάλλοντος κλπ. κλπ.» δεν είναι ούτε πρόβλημα αισθητικό, ούτε πρόβλημα αγωγής, ούτε ακόμη πρόβλημα «κάποιου» ελέγχου ή «κάποιου» προγραμματισμού. Είναι στη βάση του πρόβλημα πολιτικό, όπως πολιτικά είναι όλα τα θεμελιακά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ένα έθνος. Αλλά ακόμα και πρόβλημα «παιδείας» και μόνον αν το χαρακτήριζε κανείς, πάλι σε τελευταία ανάλυση θα έπρεπε να φτάσει στην ίδια αναγωγή, αφού ακριβώς, αυτό το βασικό θέμα που ονομάζουμε «Παιδεία» είναι, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο θέμα, πολιτικό. [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου